Το χωριό της μάνας μου, είχε κι αυτό τον τρελό του. Έναν όμορφο, γελαστό, καλοκάγαθο, χαριτωμένο τρελό, τον Δημήτρη. Ο Δημήτρης, ρολόι δεν είχε, ήταν πάμφτωχος. Φορούσε στ' αριστερό του χέρι σφιχτά,
σκέτο, ένα μαύρο περλόν. Όλοι τον ρωτούσαν κοροϊδευτικά: έι Δημητρό, τι ώρα είναι; Ο Δημήτρης πάντα τους απαντούσε. Ποτέ δεν έπεσε έξω πάνω από δύο, τρία λεπτά. Α, ρε Δημητρό, που να 'σαι τώρα...